- σύνδρομος
- -η, -ο / σύνδρομος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.φρ. α) «σύνδρομα ορυκτά»(ορυκτ.) πέτρωμα και μη επιθυμητά ορυκτά που εξορύσσονται μαζί με τα εκμεταλλεύσιμα μεταλλοφόρα ορυκτά και ακολούθως διαχωρίζονται με τις διεργασίες εμπλουτισμού, για να απορριφθούν στη συνέχεια σε σωρούς ως στείρο υλικόβ) «σύνδρομο κύτταρο»βοτ. εξειδικευμένο παρεγχυματικό εμπύρηνο κύτταρο που συνοδεύει ένα ηθμώδες κύτταρο στα αγγειόσπερμα φυτάμσν.1. αυτός που τρέχει για να βοηθήσει κάποιον2. αυτός που παρέχει βοήθεια σε κάποιον, βοηθόςμσν.-αρχ.1. αυτός που συμπίπτει χρονικά με κάποιον άλλο2. μτφ. ο σύμφωνος με κάποιοναρχ.1. αυτός που τρέχει μαζί με κάποιον και τόν συναντά2. αυτός που ακολουθεί κάποιον από κοντά, συνοδός3. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνδρομοςα) τόπος συνάντησης πολλών δρόμωνβ) (κατά τον Γαλ.) το σύνδρομο4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύνδρομαανάλογα ή εξίσου με κάποιον άλλο («ξύνδρομα πεπορευμένος τῷ τῶν ἀνδρῶν... πρὸς τὸν εὐχερῆ βίον ἄριστα γεγυμνασμένῳ», Πλάτ.).επίρρ...συνδρόμως Ασύμφωνα ή ανάλογα με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. μετά-δρομος, περί-δρομος (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.